- κρίκος
- ο (AM κρίκος)κυκλικός δακτύλιος, συνήθως μεταλλικόςνεοελλ.1. το μηχάνημα γρύλλος2. βοτ. συγκεντρικός κυλινδρικός δακτύλιος από ξυλώδη ιστό τού δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν κάθε χρόνο τα μακρόβια φυτά κατά την αύξηση τού πάχους τού κορμού τους3. στον πληθ. οι κρίκοιόργανο γυμναστικής που αποτελείται από δύο δακτυλίους αναρτημένους από οροφή ή από ικρίωμα με σχοινιάνεοελλ.-μσν.μτφ. μέσο που συνδέει άρρηκτα δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα, συνεκτικός δεσμός, σύνδεσμοςαρχ.1. μικρές οπές στα ιστία πλοίου από τις οποίες περνούσαν και σύρονταν τα σχοινιά2. δακτύλιος για το κρέμασμα κουρτίνας, παραπετάσματος3. δαχτυλίδι για το χέρι ή για τη μύτη4. βραχιόλι5. στεφάνη6. αλυσιδωτός οπλισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρίκος < *krik-os < *ki-rk-os, που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα -kr- τής ΙΕ ρίζας *(s)ker- «κάμπτω, λυγίζω», με ενεστωτικό διπλασιασμό (κι-) και αντιμετάθεση τών συμφώνων τής ρίζας (kr- > rk: kirkos > kriko-s (πρβλ. *τίτκω > τίκτω). Τον τ. κίρκος (βλ. κίρκος (ΙΙ) δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή circus «κύκλος, ιππόδρομος» — με τη σημ. αυτή η λ. απαντά στην ελλ. ως αντιδάνεια (βλ. κίρκος III και λ. τσίρκο). Τους λατ. τ. circus, circulus δανείστηκαν, τέλος, ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. cirque, cercle- αγγλ. circle, circuit).ΠΑΡ. αρχ. κρίκα, κρικούμαι αρχ.-μσν. κρικίον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κρικηλασία, κρικοειδής αρχ. κρικοποιούμαι νεοελλ. κρικόδεσμος].
Dictionary of Greek. 2013.